όπιο

όπιο
[опио] ουσ. о. опиум,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "όπιο" в других словарях:

  • όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …   Dictionary of Greek

  • όπιο — το το αποξεραμένο γάλα από την κάψα της υπνοφόρας παπαρούνας που έχει ναρκωτικές ιδιότητες, αλλ. αφιόνι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπιούχος — α, ο 1. αυτός που περιέχει όπιο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οπιούχα φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν όπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίδος] …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • αφιόνι — το (Μ ἀφιόνιον) 1. κοινή ονομ. του είδους Papaver somniferum (παπαρούνα από την οποία παράγεται το όπιο) 2. Το όπιο νεοελλ. κάθε τι που φανατίζει ή κάνει τον άνθρωπο να μη μπορεί να κρίνει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. afyon < (αρχ. μτγν.)… …   Dictionary of Greek

  • θεριακλής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κυριάκος. Ναυμάχος από την Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και τραυματίστηκε κοντά στην Άνδρο. Διετέλεσε γραμματέας ρωσικού σκάφους κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Μετά την απελευθέρωση… …   Dictionary of Greek

  • κωδεΐνη — Αλκαλοειδές με χημικό τύπο C18H21O3N, το οποίο είναι ένα από τα δραστικά συστατικά που συναντάται στο όπιο σε μεταβλητές αναλογίες (0,7 2,5%), ενώ είναι συγγενές προς τη μορφίνη. Ονομάζεται και μεθυλομορφίνη. Μπορεί να απομονωθεί από το όπιο,… …   Dictionary of Greek

  • λάβδανο — Οπιούχο παρασκεύασμα που πιθανότατα χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα· ονομάζεται και κροκούχο βάμμα του οπίου. Αποτελείται από αλκοόλη 60°, νερό, κρόκο (ζαφορά), κανέλα και όπιο. Εξαιτίας των αντισπαστικών του ιδιοτήτων χρησιμοποιείται σε… …   Dictionary of Greek

  • οπιακός — ή, ό [όπιο] αυτός που αναφέρεται στο όπιο («οπιακή θεραπεία») …   Dictionary of Greek

  • οπιομανής — ές τοξικομανής που έχει εθιστεί στο όπιο και στα διάφορα παράγωγά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μορφινο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • οπιοφάγος — ο αυτός που έχει τη συνήθεια να παίρνει όπιο εσωτερικώς ως ναρκωτικό, οπιομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο + φαγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»